-
1 μῆδος
A counsels, plans, arts, mostly with collat. notion of prudence or cunning,δόλους καὶ μ. πυκνά Il.3.202
;βουλαὶ.. μ. τ' ἀνδρῶν 2.340
;πεπνυμένα μ. εἰδώς 7.278
, Od.2.38;πυκινὰ φρεσὶ μ. ἔχοντες Il.24.674
;θεοῖς ἐναλίγκια μ. ἔχοντα Od.13.89
; μάχης μ. plans of fight, Il.15.467, 16.120;μ. πατρός Hes.Th. 398
;μήδεσιν ἀμοῖς Pi.P.4.27
, cf. 10.11;ἐπικότοισι μήδεσι A. Pr. 601
(lyr.); σός τε πόθος σά τε μ. longing for thee and thy counsels, Od.11.202.------------------------------------------- -
2 ἁμός
ᾱμός pl. pro sing. = ἁμέτερος. οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” P. 3.41 “ μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” P. 4.271ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9
“λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” I. 6.46 -
3 ἀνσπάω
1 draw up (a ship) “φέρομεν ἐννάλιον δόρυ, μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” P. 4.27 -
4 μῆδος
( μήδεσι(ν).)1 counsels, arts “ ἐννάλιον δόρυ μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” ( Μήδεια speaks) P. 4.27ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν P. 10.11
ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
( θυγάτηρ) ἃν ἐπάσκησε μήδες[ι Παρθ. 2. 72.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский